συνεκδέχομαι

συνεκδέχομαι
ΜΑ
1. αναλαμβάνω βάρος ή ευθύνη μαζί με κάποιον
2. ερμηνεύω, εξηγώ κάτι συσχετίζοντάς το με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκδέχομαι «δέχομαι, αναλαμβάνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • συνεκδοχή — η, ΝΜΑ [συνεκδέχομαι] γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται: α) το ένα αντί τού συνόλου που αποτελείται από ομοειδή και αντιστρόφως β) το μέρος αντί τού όλου και αντιστρόφως γ) η ύλη αντί τού αντικειμένου που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”